- ανεπούλωτος
- -η, -ο (Μ ἀνεπούλωτος, -ον)1. (για τραύμα) εκείνος που δεν έχει ακόμη επουλωθεί, δεν έκλεισε, αυτός που δεν θεραπεύθηκε, δεν λησμονήθηκε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεπούλωτος — η, ο αυτός που δεν επουλώθηκε, δεν έθρεψε, αθεράπευτος: Η παλιά εκείνη πληγή είναι ακόμη ανεπούλωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπούλωτος — ἀναπούλωτος, ον (Α) [ἀπουλῶ] αυτός που δεν επουλώθηκε, ανεπούλωτος, αθεράπευτος … Dictionary of Greek
ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… … Dictionary of Greek